Ο διαβήτης κύησης είναι μια από τις πιο συχνές παθολογικές καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Συνήθως προκύπτει περίπου στην αρχή του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό εκλείπει, καθώς τα επίπεδα του σακχάρου επανέρχονται σε φυσιολογικά επίπεδα.
Οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο μηχανισμός παραγωγής της ινσουλίνης που ρυθμίζει την ποσότητα γλυκόζης στο αίμα παρεμποδίζεται από τη δράση των ορμονών που εκκρίνει ο πλακούντας. Για να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες, το πάγκρεας είναι αναγκασμένο να δουλέψει περισσότερο, για να δημιουργήσει έως και διπλάσια ποσότητα ινσουλίνης. Σε κάποιες γυναίκες, όμως, το πάγκρεας δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί και έτσι το σάκχαρο αυξάνεται περισσότερο από το φυσιολογικό και δημιουργείται ο διαβήτης της κύησης.
‘Ελεγχος του διαβήτη κύησης
Για να ελεγχθεί εάν υπάρχει διαβήτης κύησης, μεταξύ 23ης και 26ης εβδομάδας γίνεται στις εγκύους η καμπύλη ανοχής στη γλυκόζη. Για την εξέταση αυτή η έγκυος πρέπει να μείνει νηστική από το προηγούμενο βράδυ και για τουλάχιστον 12 ώρες. Τις 3 ημέρες πριν από τη «νηστεία», πρέπει να καταναλώνει τουλάχιστον 200 γρ. υδατάνθρακες την ημέρα, που αντιστοιχούν σε 1 μερίδα δημητριακών στο πρωινό, 1 μερίδα ζυμαρικών στο μεσημεριανό, 3 φρούτα και 2 φέτες ψωμί. Επίσης, πρέπει να παραμείνει στο μικροβιολογικό εργαστήριο για 3 ώρες, ώστε να γίνουν 4 αιμοληψίες οι οποίες μετρούν το σάκχαρο νηστείας αλλά και την τιμή του, μία, δύο και τρεις ώρες μετά από κατανάλωση 100 γρ. γλυκόζης, διαλυμένη σε ένα ποτήρι νερό. Η διάγνωση του διαβήτη γίνεται όταν δύο από τις τέσσερις τιμές είναι μεγαλύτερες από τις φυσιολογικές.
Πώς μπορεί να επηρεάσει ο διαβήτης κύησης το μωρό;
Ο διαβήτης κύησης, ευτυχώς κάνει την εμφάνισή του αρκετά αργά, όταν όλα τα όργανα του μωρού έχουν διαμορφωθεί πλήρως. Έτσι, δεν προκαλεί γενετικές ανωμαλίες. Εάν δεν διαγνωστεί και ρυθμιστεί έγκαιρα όμως, η επιπλέον γλυκόζη που κυκλοφορεί στο αίμα της μητέρας διαπερνά τον πλακούντα και αυξάνει και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του μωρού. Αυτό αναγκάζει το δικό του πάγκρεας να παράγει περισσότερη ινσουλίνη. Παράλληλα, η ύπαρξη περισσότερης γλυκόζης από αυτήν που χρειάζεται το έμβρυο για να αναπτυχθεί, αποθηκεύεται με τη μορφή λίπους. Έτσι, μπορεί να γεννηθεί ένα «μεγάλο» παιδί ή, όπως λέγεται, ένα παιδί με μακροσωμία. Τα μωρά αυτά είναι πιο δύσκολο να γεννηθούν φυσιολογικά, ενώ αντιμετωπίζουν συχνότερα αναπνευστικά προβλήματα.
Αντιμετώπιση διαβήτη κύησης
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σωστή διατροφή, η ελαφριά άσκηση και οι τακτικές μετρήσεις του σακχάρου του αίματος αρκούν για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως χρειαστεί να πάρετε ινσουλίνη. Επίσης, πρέπει να κάνετε συχνά υπερηχογραφήματα για να παρακολουθείτε την ανάπτυξη του μωρού και την ποσότητα του αμνιακού υγρού, που τείνει να αυξάνεται όταν το σάκχαρο δεν είναι καλά ρυθμισμένο.
Ποιες γυναίκες είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν διαβήτη κύησης;
Αν και διαβήτη κύησης μπορεί να εμφανίσουν και γυναίκες χωρίς να ανήκουν σε κατηγορία υψηλού κινδύνου, πιο πιθανό να παρουσιαστεί ωστόσο είναι σε γυναίκες οι οποίες:
- έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 2
- έχουν ατομικό ιστορικό παθολογικής εξέτασης ανοχής γλυκόζης
- έχουν παρουσιάσει σάκχαρο στα ούρα σε πρόσφατη εξέταση ούρων
- είναι παχύσαρκες ή έχουν πάρει πολλά κιλά στην εγκυμοσύνη
- είναι μεγαλύτερες από 25 ετών
- είχαν παρουσιάσει σε προηγούμενη εγκυμοσύνη το ίδιο πρόβλημα
- έχουν γεννήσει μεγαλόσωμα μωρά
- αντιμετώπισαν αυτόματη αποβολή (πριν από την 20ή εβδομάδα)
- είχαν αυξημένη ποσότητα αμνιακού υγρού σε προηγούμενη εγκυμοσύνη